- παρατεκταίνομαι
- παρα - τεκταίνομαι, aor. opt. παρατεκτηναίμην: alter in building, make over, Il. 14.54 ; ἔπος, invent, ‘fix up a story,’ Od. 14.131.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παρατεκτήναιο — παρατεκταίνομαι work into another form aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατεκτήναιτο — παρατεκταίνομαι work into another form aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατεκτήνασθαι — παρατεκταίνομαι work into another form aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρετεκτήνατο — παρατεκταίνομαι work into another form aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατεκταίνω — ΜΑ μσν. αρχ. ενεργώ κατά έναν άλλο τρόπο («οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (κυρίως σχετικά με ξύλο) μετασχηματίζω, δίνω άλλο σχήμα ή μορφή 2. μέσ. παρατεκταίνομαι αλλοιώνω, μεταβάλλω, πλάθω ψεύδη («αἶψά κε... ἔπος… … Dictionary of Greek